μηλιόνι

μηλιόνι
το старинное ружьё

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μηλιόνι" в других словарях:

  • μηλιόνι — το βλ. μιλιόνι …   Dictionary of Greek

  • μιλιόνι — και μηλιόνι, το είδος εμπροσθογεμούς τουφεκιού που χρησιμοποιήθηκε και κατά την Επανάσταση τού 1821 …   Dictionary of Greek

  • νταλιάνι — και ταλιάνι, το 1. εμπροσθογεμές τουφέκι με μικρή κάννη που χρησιμοποιήθηκε και πριν από την Επανάσταση τού 1821 και κατά τη διάρκειά της («διατί να μη λάβωμεν εις χείρας εσύ το νταλιάνι σου κι εγώ το μηλιόνι μου», Παπαδ.) 2. (διαλεκτ.) α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»